Η Φλάσου είναι μικτό χωριό της περιοχής της Σολιάς, της επαρχίας Λευκωσίας, γύρω στα 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του χωριού Ευρύχου. Η κοινότητα είναι κτισμένη στην κοιλάδα του ποταμού Καρκώτη, σε μέσο υψόμετρο 330 μέτρων. Το υψόμετρο στην περιοχή του χωριού, κυμαίνεται μεταξύ 250 και 400 μέτρων.

Το χωριό αποτελείται από δύο γειτονιές, την Πάνω Φλάσου και την Κάτω Φλάσου. Στην Πάνω Φλάσου κατοικούσαν τουρκοκύπριοι, ενώ στην Κάτω Φλάσου ελληνοκύπριοι. Οι δύο γειτονιές έχουν κοινή διοικητική έκταση, η οποία ανέρχεται στα 494 εκτάρια περίπου (3.690 σκάλες).

Η Φλάσου δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση, που κυμαίνεται γύρω στα 375 χιλιοστόμετρα και στην περιοχή της, καλλιεργούνται τα εσπεριδοειδή, τα λαχανικά (κυρίως μπιζέλια και πατάτες), διάφορα φρουτόδεντρα, οι ελιές, τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά, τα όσπρια και οι αμυγδαλιές.

Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Φλάσου συνδέεται στα βορειοανατολικά, με το χωριό Λινού (γύρω στο 1 χμ) και στα νοτιοανατολικά με το χωριό Ευρύχου (γύρω στα 3 χμ).

Στην επίσημη απογραφή του πληθυσμού το 1881, οι κάτοικοι της Κάτω Φλάσου, συνυπολογίζονταν με εκείνους της Πάνω Φλάσου, οι δε κάτοικοι των δύο χωριών μαζί ανέρχονταν στους 311. Το 1891 οι κάτοικοι της Κάτω Φλάσου, ανέρχονταν στους 229, που μειώθηκαν στους 244 το 1901. Το 1911 οι κάτοικοι του χωριού, συνυπολογίζονταν και πάλι με εκείνους της Πάνω Φλάσου και οι κάτοικοι των δύο χωριών μαζί, ανέρχονταν στους 285. Το 1921, οι κάτοικοι της Κάτω Φλάσου ανέρχονταν στους 301 (275 Ελληνοκύπριοι και 26 Τουρκοκύπριοι), που μειώθηκαν στους 262 το 1931 (252 Ελληνοκύπριοι και 10 Τουρκοκύπριοι). Στις απογραφές του 1946, 1960 και 1973, οι κάτοικοι της Κάτω Φλάσου, συνυπολογίζονταν με τον πληθυσμό της Πάνω Φλάσου. Το 1946, οι κάτοικοι των δύο χωριών μαζί, ήσαν 677 (552 Ελληνοκύπριοι και 125 Τουρκοκύπριοι), που μειώθηκαν στους 525 το 1960 (427 Ελληνοκύπριοι, 97 Τουρκοκύπριοι και ένας, άλλης εθνικότητας). Μετά το 1964, εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν την τουρκοκυπριακή ανταρσία, οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Κάτω Φλάσου, μαζί με εκείνους της Πάνω Φλάσου, εγκατέλειψαν τα χωριά τους και μετακινήθηκαν σε άλλα αμιγή τουρκοκυπριακά και μεικτά χωριά, στο πλαίσιο οδηγιών της Άγκυρας, για δημιουργία στην Κύπρο ισχυρών τουρκοκυπριακών θυλάκων. Το 1973 οι κάτοικοι των δύο χωριών μαζί, ανέρχονταν στους 366 (όλοι Ελληνοκύπριοι). Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η Κάτω Φλάσου δέχτηκε αριθμό Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων, που αύξησαν για μικρό χρονικό διάστημα τον πληθυσμό της, χωρίς όμως να κρατηθούν στο χωριό μετά το 1976. Έτσι το 1976, ο πληθυσμός του χωριού ήταν αυξημένος στους 462 κατοίκους, που όμως μειώθηκαν στους 379 το 1982. Στην τελευταία απογραφή που έγινε το 2001, οι κάτοικοι ήταν 254.

Ο διαχωρισμός της Φλάσου σε δύο τμήματα, στην Κάτω και στην Πάνω Φλάσου, είναι σχετικά πρόσφατος. Σε μεσαιωνικές, αλλά και σε μεταγενέστερες ακόμη πηγές, αναφέρεται ένα μόνο χωριό, πιθανότατα η Πάνω Φλάσου, συνεπώς τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία, αφορούν τη Φλάσου ως ένα οικισμό. Ακόμη κι ο χάρτης του ντε Μας Λατρί, του 1862, δείχνει ένα μόνο χωριό Φλάσου.

Το χωριό υπήρχε κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια ως φέουδο, με την ίδια ονομασία. Ο ντε Μας Λατρί το αναφέρει ως φέουδο, χρησιμοποιώντας τις ονομασίες Flace, Flasso ή και Phlasso. Εξ άλλου σε παλαιούς χάρτες, το χωριό βρίσκεται σημειωμένο ως Flaso αλλά και ως Fluso.

Υπάρχει αναφορά ότι το χωριό, ως φέουδο κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας, ανήκε σε μεσαιωνική οικογένεια που ονομαζόταν ντε Φλάσσε (ή ντε Φλάσσο), της οποίας γνωστό μέλος, ήταν ο ευγενής Βαρθολομαίος ντε Φλάσσε. Έτσι, υπάρχει η άποψη, ότι το χωριό πήρε το όνομα του ιδιοκτήτη του, δηλαδή της οικογένειας ντε Φλάσσε.

Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη, ότι το χωριό αρχικά έφερε την ονομασία Βλάσου, μερικοί δε θεωρούν ότι κάποιος ονόματι Βλάσος, υπήρξε ο πρώτος οικιστής. Εμείς νομίζουμε ότι το χωριό θα πρέπει να ιδρύθηκε κατά τα Βυζαντινά χρόνια, κι ότι αρχικά έφερε την ονομασία του Αγίου Βλασίου (άγνωστο όμως ποιου από τους τρεις).

Συνεπώς η σημερινή ονομασία του χωριού, που αλλοιώθηκε κατά τα χρόνια της Φραγκοκρατίας, είναι αγιολογική.

Ωστόσο οι δύο κύριες εκκλησίες που υπάρχουν σήμερα, είναι αφιερωμένες η μία στον Άγιο Δημητριανό (παλαιά εκκλησία που όμως ξανακτίστηκε ολόκληρη και δεν έχει πλέον αρχαιολογική αξία) και η άλλη στον Άγιο Γεώργιο (μικρή εκκλησία του 1722). Υπάρχουν στην περιοχή των δύο χωριών κι άλλες εκκλησίες. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις εκκλησίες και τα εξωκλήσια της κοινότητας, μπορείτε να βρείτε στην σχετική σελίδα.

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, η Φλάσου αναφέρεται ότι ανήκε, διοικητικά, στην περιοχή της Πεντάγυιας, αλλά αργότερα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωριών της μιας Μαραθάσσας (εκ των δύο που υφίσταντο), της βασιλικής. Συνεπώς το χωριό, μαζί με άλλα της περιοχής, αποτελούσε για μια περίοδο, ιδιοκτησία της βασιλικής οικογένειας της Κύπρου.

Υπάρχουν ενδείξεις, ότι η περιοχή ήταν κατοικημένη και κατά τα αρχαία χρόνια. Μάλιστα το 1969 ανακαλύφθηκε ένας τάφος των Ελληνιστικών χρόνων, σε τοποθεσία μεταξύ Πάνω και Κάτω Φλάσου.

Η Φλάσου ήταν το χωριό του ΧατζηΠέτρου Βοσκού, που εκτελέστηκε από τους Τούρκους στις 10.7.1821, στη Λευκωσία. Σύμφωνα με τον Κηπιάδη, ο Χατζη-Πέτρος Βοσκός, ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και γραμματοκομιστής της, είχε δε συλληφθεί από τους Τούρκους, ενώ μετέφερε μυστικές επιστολές της Εταιρείας στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό.

Κατά τις αρχές του αιώνα μας, από τη Φλάσου πέρασε η επέκταση της γραμμής του κυπριακού σιδηροδρόμου, που έφθανε μέχρι την Ευρύχου.